καταστοιχίζω

καταστοιχίζω
καταστοιχίζω (Α)
διδάσκω τα στοιχεία, τα πρώτα μαθήματα, τις αρχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταστοιχίζειν — καταστοιχίζω instruct in the rudiments pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”